- πολίτευμα
- régime
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πολίτευμα — business of government neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτευμα — το, ΝΜΑ [πολιτεύομαι] το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό πολίτευμα» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.) νεοελλ. 1. ο τρόπος, η μορφή οργάνωσης τής πολιτικής εξουσίας σε μια πολιτεία, σε ένα… … Dictionary of Greek
πολίτευμα — το 1. το πολιτειακό καθεστώς που προβλέπει το Σύνταγμα μιας χώρας. 2. (νομ.), το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας σ ένα κράτος: Πολίτευμα δημοκρατικό. – Πολίτευμα μοναρχικό. – Πολίτευμα κοινοβουλευτικό κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οχλοκρατία — Πολίτευμα στο οποίο κυβερνά ο όχλος. Τον όρο χρησιμοποίησε κυρίως ο Αριστοτέλης, για να υποδηλώσει τις παρεκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο όρος σήμερα τείνει να πάψει να χρησιμοποιείται, μετά τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτικών… … Dictionary of Greek
πολίτευμ' — πολίτευμα , πολίτευμα business of government neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτευμάτων — πολίτευμα business of government neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύμασι — πολίτευμα business of government neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύμασιν — πολίτευμα business of government neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύματα — πολίτευμα business of government neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύματι — πολίτευμα business of government neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύματος — πολίτευμα business of government neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)